Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


richiàmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈkjamo]

1 ανάκληση
2 προειδοποίηση
3 κάλεσμα εκ νέου
4 δελεασμός
5 έλξη
6 δέλεαρ
7 σφυρίχτρα μίμησης κελαηδίσματος
8 κάλεσμα
9 παραπομπή (τυπογραφία)
10 θέλγητρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  richiamato richiedente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

richiamabile (επίθ.)
richiamare (ρ. μτβ.)
richiamarsi (ρ.μ. (αντων.))
richiamata (θηλ.ουσ)
richiamato (αρσ. επίθ και ουσ)
richiamo (ουσ αρσ )
richiedente (ουσ αρσ και θηλ.)
richiedente (επίθ.)
richiedere (ρ. μτβ.)
richiesta (θηλ.ουσ)
richiesto (αρσ. επίθ και ουσ)
richinare (ρ. μτβ.)
richinarsi (ρ.μ. (αντων.))
richino (επίθ.)
richiudere (ρ. μτβ.)
riciclabile (επίθ.)
riciclaggio (ουσ αρσ )
riciclare (ρ. μτβ.)
riciclo (ουσ αρσ )
ricingere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---