Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riccóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rikˈkone]

1 δισεκατομμυριούχος
2 εξαιρετικά πλούσιος
3 βαθύπλουτος
4 πάμπλουτος
5 μαχαραγιάς
6 ζάπλουτος
7 μυριόπλουτος
8 μεγιστάνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricco ricerca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricciolo (επίθ.)
riccioluto (επίθ.)
ricciotto (επίθ.)
ricciuto (επίθ.)
ricco (επίθ.)
riccone (ουσ αρσ )
ricerca (θηλ.ουσ)
ricercare (ρ. μτβ.)
ricercatamente (επίρ.)
ricercatezza (θηλ.ουσ)
ricercato (ουσ αρσ )
ricercato (επίθ.)
ricercatore (ουσ αρσ )
ricetrasmettitore (ουσ αρσ )
ricetrasmittente (θηλ. επίθ και ουσ)
ricetta (θηλ.ουσ)
ricettacolo (ουσ αρσ )
ricettare (ρ. μτβ.)
ricettario (ουσ αρσ )
ricettatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---