Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόricavàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [rikaˈvato] 1 αποτέλεσμα 2 συνολικό καθαρό ποσό ληφθέν 3 εξαγόμενο 4 έκβαση 5 έσοδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |