Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricàvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈkavo]

1 εισόδημα
2 έσοδα
3 απόδειξη εξόφλησης
4 απόδοση
5 απολαβή
6 πρόσοδος
7 είσπραξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricavato riccamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricattatorio (επίθ.)
ricatto (ουσ αρσ )
ricavabile (επίθ.)
ricavare (ρ. μτβ.)
ricavato (αρσ. επίθ και ουσ)
ricavo (ουσ αρσ )
riccamente (επίρ.)
ricchezza (θηλ.ουσ)
riccio (ουσ αρσ )
riccio (επίθ.)
ricciolo (ουσ αρσ )
ricciolo (επίθ.)
riccioluto (επίθ.)
ricciotto (επίθ.)
ricciuto (επίθ.)
ricco (επίθ.)
riccone (ουσ αρσ )
ricerca (θηλ.ουσ)
ricercare (ρ. μτβ.)
ricercatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---