Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricantàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikanˈtare]

1 παλιλλογώ
2 επαναλαμβάνω τα ίδια
3 λέω τα ίδια και τα ίδια
4 τραγουδώ ξανά
5 λέω και ξαναλέω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricamo ricapitare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricamatura (θηλ.ουσ)
ricambiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricambiarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricambio (ουσ αρσ )
ricamo (ουσ αρσ )
ricantare (ρ. μτβ.)
ricapitare (ρ.αμτβ.)
ricapitolare (ρ. μτβ.)
ricapitolazione (θηλ.ουσ)
ricarica (θηλ.ουσ)
ricaricare (ρ. μτβ.)
ricascarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
ricascare (ρ.αμτβ.)
ricattare (ρ. μτβ.)
ricattatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricattatorio (επίθ.)
ricatto (ουσ αρσ )
ricavabile (επίθ.)
ricavare (ρ. μτβ.)
ricavato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---