Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricapitolazióne
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rikapitolatˈtsjone]

1 συνόψιση
2 απολογισμός
3 περίληψη
4 ανακεφαλαίωση
5 ανασκόπηση
6 συνοπτική έκθεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricapitolare ricarica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricambio (ουσ αρσ )
ricamo (ουσ αρσ )
ricantare (ρ. μτβ.)
ricapitare (ρ.αμτβ.)
ricapitolare (ρ. μτβ.)
ricapitolazione (θηλ.ουσ)
ricarica (θηλ.ουσ)
ricaricare (ρ. μτβ.)
ricascarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
ricascare (ρ.αμτβ.)
ricattare (ρ. μτβ.)
ricattatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricattatorio (επίθ.)
ricatto (ουσ αρσ )
ricavabile (επίθ.)
ricavare (ρ. μτβ.)
ricavato (αρσ. επίθ και ουσ)
ricavo (ουσ αρσ )
riccamente (επίρ.)
ricchezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---