Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricapitàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rikapiˈtare]

1 συμβαίνω ξανά
2 ξανασυμβαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricantare ricapitolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricambiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricambiarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricambio (ουσ αρσ )
ricamo (ουσ αρσ )
ricantare (ρ. μτβ.)
ricapitare (ρ.αμτβ.)
ricapitolare (ρ. μτβ.)
ricapitolazione (θηλ.ουσ)
ricarica (θηλ.ουσ)
ricaricare (ρ. μτβ.)
ricascarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
ricascare (ρ.αμτβ.)
ricattare (ρ. μτβ.)
ricattatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricattatorio (επίθ.)
ricatto (ουσ αρσ )
ricavabile (επίθ.)
ricavare (ρ. μτβ.)
ricavato (αρσ. επίθ και ουσ)
ricavo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---