Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricapitolàre
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikapitoˈlare]

1 ανασκοπώ
2 συνοψίζω
3 ανακεφαλαιώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricapitare ricapitolazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricambiarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricambio (ουσ αρσ )
ricamo (ουσ αρσ )
ricantare (ρ. μτβ.)
ricapitare (ρ.αμτβ.)
ricapitolare (ρ. μτβ.)
ricapitolazione (θηλ.ουσ)
ricarica (θηλ.ουσ)
ricaricare (ρ. μτβ.)
ricascarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
ricascare (ρ.αμτβ.)
ricattare (ρ. μτβ.)
ricattatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricattatorio (επίθ.)
ricatto (ουσ αρσ )
ricavabile (επίθ.)
ricavare (ρ. μτβ.)
ricavato (αρσ. επίθ και ουσ)
ricavo (ουσ αρσ )
riccamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---