Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricambiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rikamˈbjare]

ανταποδίδω

ricambiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rikamˈbjarsi]

1 ανταποδίδω
2 ανταποκρίνομαι
3 ανταλλάσσω
4 δίνω και παίρνω αμοιβαία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricamatura ricambio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricalzare (ρ. μτβ.)
ricamare (ρ. μτβ.)
ricamato (επίθ.)
ricamatrice (θηλ.ουσ)
ricamatura (θηλ.ουσ)
ricambiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricambiarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricambio (ουσ αρσ )
ricamo (ουσ αρσ )
ricantare (ρ. μτβ.)
ricapitare (ρ.αμτβ.)
ricapitolare (ρ. μτβ.)
ricapitolazione (θηλ.ουσ)
ricarica (θηλ.ουσ)
ricaricare (ρ. μτβ.)
ricascarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
ricascare (ρ.αμτβ.)
ricattare (ρ. μτβ.)
ricattatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricattatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---