Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricalzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikalˈtsare]

βάζω κάλτσες ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricalpestare ricamare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricalcitramento (ουσ αρσ )
ricalcitrante (επίθ.)
ricalcitrare (ρ.αμτβ.)
ricalco (ουσ αρσ )
ricalpestare (ρ. μτβ.)
ricalzare (ρ. μτβ.)
ricamare (ρ. μτβ.)
ricamato (επίθ.)
ricamatrice (θηλ.ουσ)
ricamatura (θηλ.ουσ)
ricambiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricambiarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricambio (ουσ αρσ )
ricamo (ουσ αρσ )
ricantare (ρ. μτβ.)
ricapitare (ρ.αμτβ.)
ricapitolare (ρ. μτβ.)
ricapitolazione (θηλ.ουσ)
ricarica (θηλ.ουσ)
ricaricare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---