Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricamatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rikamaˈtura]

1 κέντημα
2 ξόμπλι
3 πλουμίδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricamatrice ricambiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricalpestare (ρ. μτβ.)
ricalzare (ρ. μτβ.)
ricamare (ρ. μτβ.)
ricamato (επίθ.)
ricamatrice (θηλ.ουσ)
ricamatura (θηλ.ουσ)
ricambiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricambiarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricambio (ουσ αρσ )
ricamo (ουσ αρσ )
ricantare (ρ. μτβ.)
ricapitare (ρ.αμτβ.)
ricapitolare (ρ. μτβ.)
ricapitolazione (θηλ.ουσ)
ricarica (θηλ.ουσ)
ricaricare (ρ. μτβ.)
ricascarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
ricascare (ρ.αμτβ.)
ricattare (ρ. μτβ.)
ricattatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---