Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόricàmbio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈkambjo] η ανταλλαγή, η ανταπόδοση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpezzi [αρσ. πλυθ.] di ricambio = τα ανταλλακτικά || pezzo [αρσ.] di ricambio = το ανταλλακτικό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |