Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricaricàre
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rikariˈkare]

1 (orologio) ξανακουρδίζω
2 (arma, macchina fotografica), ξαναοπλίζω
3 (batteria) επαναφορτίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricarica ricascarci  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricantare (ρ. μτβ.)
ricapitare (ρ.αμτβ.)
ricapitolare (ρ. μτβ.)
ricapitolazione (θηλ.ουσ)
ricarica (θηλ.ουσ)
ricaricare (ρ. μτβ.)
ricascarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
ricascare (ρ.αμτβ.)
ricattare (ρ. μτβ.)
ricattatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricattatorio (επίθ.)
ricatto (ουσ αρσ )
ricavabile (επίθ.)
ricavare (ρ. μτβ.)
ricavato (αρσ. επίθ και ουσ)
ricavo (ουσ αρσ )
riccamente (επίρ.)
ricchezza (θηλ.ουσ)
riccio (ουσ αρσ )
riccio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---