Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricascàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rikasˈkare]

ξαναπέφτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricascarci ricattare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricapitolare (ρ. μτβ.)
ricapitolazione (θηλ.ουσ)
ricarica (θηλ.ουσ)
ricaricare (ρ. μτβ.)
ricascarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
ricascare (ρ.αμτβ.)
ricattare (ρ. μτβ.)
ricattatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricattatorio (επίθ.)
ricatto (ουσ αρσ )
ricavabile (επίθ.)
ricavare (ρ. μτβ.)
ricavato (αρσ. επίθ και ουσ)
ricavo (ουσ αρσ )
riccamente (επίρ.)
ricchezza (θηλ.ουσ)
riccio (ουσ αρσ )
riccio (επίθ.)
ricciolo (ουσ αρσ )
ricciolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---