Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reiterataménte (επίρ.) relìquia (θηλ.ουσ)
reiteràto (επίθ.) reliquiàrio (ουσ αρσ )
reiterazióne (θηλ.ουσ) relìtto (αρσ. επίθ και ουσ)
relatìva (θηλ.ουσ) remàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
relativaménte (επίρ.) remàta (θηλ.ουσ)
relativìsmo (ουσ αρσ ) rematóre (αρσ. επίθ και ουσ)
relativìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) rematrìce (θηλ.ουσ)
relativìstico (επίθ.) remeggiàre (ρ.αμτβ.)
relatività (θηλ.ουσ) reméggio (ουσ αρσ )
relativizzàre (ρ. μτβ.) rèmico (επίθ.)
relativizzazióne (θηλ.ουσ) remièro (επίθ.)
relatìvo (επίθ.) remigànte (ουσ αρσ και θηλ.)
relatóre (ουσ αρσ ) remigànte (επίθ.)
relatóre (επίθ.) remigàre (ρ.αμτβ.)
relax (ουσ αρσ ) remigatóre (ουσ αρσ )
relazionàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) reminiscènza (θηλ.ουσ)
relazióne (θηλ.ουσ) remisier (ουσ αρσ )
relè (ουσ αρσ ) remissìbile (επίθ.)
relegàre (ρ. μτβ.) remissióne (θηλ.ουσ)
relegazióne (θηλ.ουσ) remissivaménte (επίρ.)
religióne (θηλ.ουσ) remissività (θηλ.ουσ)
religiosaménte (επίρ.) remissìvo (επίθ.)
religiosità (θηλ.ουσ) remittènza (θηλ.ουσ)
religióso (ουσ αρσ ) rèmo (ουσ αρσ )
religióso (επίθ.) rèmolo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: