Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόreméggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [reˈmedʤo] 1 λαμνοκόπι 2 κωπηλασία 3 τράβηγμα κουπιού 4 κουπιά 5 φτερούγισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |