Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reminiscènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [reminiʃˈʃɛntsa]

1 θύμηση
2 αναπόληση
3 μνημόνευση
4 μνήμη
5 μνημονικό
6 ανάμνηση
7 ενθύμηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  remigatore remisier  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

remiero (επίθ.)
remigante (ουσ αρσ και θηλ.)
remigante (επίθ.)
remigare (ρ.αμτβ.)
remigatore (ουσ αρσ )
reminiscenza (θηλ.ουσ)
remisier (ουσ αρσ )
remissibile (επίθ.)
remissione (θηλ.ουσ)
remissivamente (επίρ.)
remissività (θηλ.ουσ)
remissivo (επίθ.)
remittenza (θηλ.ουσ)
remo (ουσ αρσ )
remolo (ουσ αρσ )
remora (θηλ.ουσ)
remoto (επίθ.)
rena (θηλ.ουσ)
renaccio (ουσ αρσ )
renaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---