Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrèmora
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛmora] 1 παρακώλυση 2 χρονοτριβή 3 ίχνη αυλακιού πλοίου 4 αργοπορία 5 ψάρι remora remora 6 ψάρι γένους echeneis 7 απόνερα 8 πισωδρόμισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |