rendiménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rendiˈmento]
1 παροχή
2 ανταπόδοση
3 έκφραση
4 απόδοση
5 έλεγχος σχολικός
6 παραγωγή
7 πρόοδος
8 επιστροφή
9 απονομή
10 αποδοτικότητα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rendiˈmento]
1 παροχή
2 ανταπόδοση
3 έκφραση
4 απόδοση
5 έλεγχος σχολικός
6 παραγωγή
7 πρόοδος
8 επιστροφή
9 απονομή
10 αποδοτικότητα
permalink
rendimento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android