Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rendiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rendiˈmento]

1 παροχή
2 ανταπόδοση
3 έκφραση
4 απόδοση
5 έλεγχος σχολικός
6 παραγωγή
7 πρόοδος
8 επιστροφή
9 απονομή
10 αποδοτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rendiconto rendita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

renard (ουσ αρσ )
rendere (ρ. μτβ.)
rendersi (ρ.μ. (αντων.))
rendez–vous (ουσ αρσ )
rendiconto (ουσ αρσ )
rendimento (ουσ αρσ )
rendita (θηλ.ουσ)
rene (ουσ αρσ )
renella (θηλ.ουσ)
renetta (θηλ.ουσ)
reniccio (ουσ αρσ )
reniforme (επίθ.)
renina (θηλ.ουσ)
renio (ουσ αρσ )
renitente (ουσ αρσ )
renitente (επίθ.)
renitenza (θηλ.ουσ)
renna (θηλ.ουσ)
Reno (κύρ.όν. αρσ.)
renoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---