Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


renétta, renètta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [reˈnetta], [reˈnɛtta]

μηλιά ποικιλίας ρενέτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  renella reniccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rendiconto (ουσ αρσ )
rendimento (ουσ αρσ )
rendita (θηλ.ουσ)
rene (ουσ αρσ )
renella (θηλ.ουσ)
renetta (θηλ.ουσ)
reniccio (ουσ αρσ )
reniforme (επίθ.)
renina (θηλ.ουσ)
renio (ουσ αρσ )
renitente (ουσ αρσ )
renitente (επίθ.)
renitenza (θηλ.ουσ)
renna (θηλ.ουσ)
Reno (κύρ.όν. αρσ.)
renoso (επίθ.)
rentree (θηλ.ουσ)
reo (ουσ αρσ )
reo (επίθ.)
reologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---