Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rèo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛo]

1 κακεργέτης
2 κακούργος
3 εγκληματίας
4 μοχθηρός άνθρωπος
5 παραβάτης
6 δράστης

rèo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛo]

1 μοχθηρός
2 κακός
3 φταίχτης
4 ένοχος
5 άνομος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rentree reologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

renitenza (θηλ.ουσ)
renna (θηλ.ουσ)
Reno (κύρ.όν. αρσ.)
renoso (επίθ.)
rentree (θηλ.ουσ)
reo (ουσ αρσ )
reo (επίθ.)
reologia (θηλ.ουσ)
reometro (ουσ αρσ )
reostatico (επίθ.)
reostato (ουσ αρσ )
reotropismo (ουσ αρσ )
reparto (ουσ αρσ )
repechage (ουσ αρσ )
repellente (αρσ. επίθ και ουσ)
repellenza (θηλ.ουσ)
repellere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
repentaglio (ουσ αρσ )
repente (επίθ.)
repente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---