ItalianoGreco


repàrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈparto]

ο διαμερισμός, το τμήμα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


reparto [αρσ.] maternità = το μαϊευτικό τμήμα || reparto [αρσ.] rianimazione = το τμήμα ανάνηψης



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---