Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


repentinità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [repentiniˈta]

1 ξαφνισμός
2 έκπληξη
3 ξάφνισμα
4 τρόμαγμα
5 ξάφνιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  repente repentino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

repellenza (θηλ.ουσ)
repellere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
repentaglio (ουσ αρσ )
repente (επίθ.)
repente (επίρ.)
repentinità (θηλ.ουσ)
repentino (επίθ.)
reperibile (επίθ.)
reperibilità (θηλ.ουσ)
reperimento (ουσ αρσ )
reperire (ρ. μτβ.)
repertare (ρ. μτβ.)
reperto (αρσ. επίθ και ουσ)
repertorio (ουσ αρσ )
replica (θηλ.ουσ)
replicabile (επίθ.)
replicare (ρ. μτβ.)
replicarsi (ρ.μ. (αντων.))
replicativo (επίθ.)
reportage (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---