Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reperiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reperiˈmento]

1 διαπίστωση
2 ανεύρεση
3 ανάκτηση
4 εξεύρεση
5 εύρημα
6 εύρεση
7 ανίχνευση
8 εξοικονόμηση
9 εξιχνίαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reperibilità reperire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

repente (επίρ.)
repentinità (θηλ.ουσ)
repentino (επίθ.)
reperibile (επίθ.)
reperibilità (θηλ.ουσ)
reperimento (ουσ αρσ )
reperire (ρ. μτβ.)
repertare (ρ. μτβ.)
reperto (αρσ. επίθ και ουσ)
repertorio (ουσ αρσ )
replica (θηλ.ουσ)
replicabile (επίθ.)
replicare (ρ. μτβ.)
replicarsi (ρ.μ. (αντων.))
replicativo (επίθ.)
reportage (ουσ αρσ )
reporter (ουσ αρσ και θηλ.)
reprensibile (επίθ.)
repressione (θηλ.ουσ)
repressivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---