Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


repressióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [represˈsjone]

1 καταστολή
2 κατάπνιξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reprensibile repressivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

replicarsi (ρ.μ. (αντων.))
replicativo (επίθ.)
reportage (ουσ αρσ )
reporter (ουσ αρσ και θηλ.)
reprensibile (επίθ.)
repressione (θηλ.ουσ)
repressivo (επίθ.)
represso (αρσ. επίθ και ουσ)
repressore (ουσ αρσ )
repressore (επίθ.)
reprimenda (θηλ.ουσ)
reprimere (ρ. μτβ.)
reprimersi (ρ.μ. (αντων.))
reprimibile (επίθ.)
reprimibilità (θηλ.ουσ)
reprobo (ουσ αρσ )
reprobo (επίθ.)
reps (ουσ αρσ )
reptante (αρσ. επίθ και ουσ)
repubblica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---