Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reprèsso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈprɛsso]

1 υποταγμένος
2 καθυποταγμένος
3 καταπιεσμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  repressivo repressore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reportage (ουσ αρσ )
reporter (ουσ αρσ και θηλ.)
reprensibile (επίθ.)
repressione (θηλ.ουσ)
repressivo (επίθ.)
represso (αρσ. επίθ και ουσ)
repressore (ουσ αρσ )
repressore (επίθ.)
reprimenda (θηλ.ουσ)
reprimere (ρ. μτβ.)
reprimersi (ρ.μ. (αντων.))
reprimibile (επίθ.)
reprimibilità (θηλ.ουσ)
reprobo (ουσ αρσ )
reprobo (επίθ.)
reps (ουσ αρσ )
reptante (αρσ. επίθ και ουσ)
repubblica (θηλ.ουσ)
repubblicanesimo (ουσ αρσ )
repubblicano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---