Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reprimibilità
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [reprimibiliˈta]

το καταστάλσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reprimibile reprobo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

repressore (επίθ.)
reprimenda (θηλ.ουσ)
reprimere (ρ. μτβ.)
reprimersi (ρ.μ. (αντων.))
reprimibile (επίθ.)
reprimibilità (θηλ.ουσ)
reprobo (ουσ αρσ )
reprobo (επίθ.)
reps (ουσ αρσ )
reptante (αρσ. επίθ και ουσ)
repubblica (θηλ.ουσ)
repubblicanesimo (ουσ αρσ )
repubblicano (ουσ αρσ )
repubblicano (επίθ.)
repubblichino (αρσ. επίθ και ουσ)
repulsione (θηλ.ουσ)
repulsore (ουσ αρσ )
reputare (ρ. μτβ.)
reputarsi (ρ.μ. (αντων.))
reputato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---