Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


repùbblica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [reˈpubblika]

η δημοκρατία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reptante repubblicanesimo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Repubblica [θηλ.] Ceca = η Τσέχικη Δημοκρατία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reprimibilità (θηλ.ουσ)
reprobo (ουσ αρσ )
reprobo (επίθ.)
reps (ουσ αρσ )
reptante (αρσ. επίθ και ουσ)
repubblica (θηλ.ουσ)
repubblicanesimo (ουσ αρσ )
repubblicano (ουσ αρσ )
repubblicano (επίθ.)
repubblichino (αρσ. επίθ και ουσ)
repulsione (θηλ.ουσ)
repulsore (ουσ αρσ )
reputare (ρ. μτβ.)
reputarsi (ρ.μ. (αντων.))
reputato (επίθ.)
reputazione (θηλ.ουσ)
requie (ουσ αρσ )
requie (θηλ.ουσ)
requiem (ουσ αρσ )
requirente (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---