Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


requirènte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rekwiˈrɛnte]

1 ερευνητικός
2 ανακριτικός
3 ελεγκτικός
4 διερευνητικός
5 εξεταστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  requiem requisire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reputato (επίθ.)
reputazione (θηλ.ουσ)
requie (ουσ αρσ )
requie (θηλ.ουσ)
requiem (ουσ αρσ )
requirente (αρσ. επίθ και ουσ)
requisire (ρ. μτβ.)
requisito (ουσ αρσ )
requisitoria (θηλ.ουσ)
requisizione (θηλ.ουσ)
resa (θηλ.ουσ)
rescindente (επίθ.)
rescindere (ρ. μτβ.)
rescindibile (επίθ.)
rescindibilità (θηλ.ουσ)
rescissione (θηλ.ουσ)
rescissorio (επίθ.)
rescritto (ουσ αρσ )
resecare (ρ. μτβ.)
reseda (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---