ItalianoGreco


requisitòria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rekwiziˈtɔrja]

1 επιτίμηση
2 αίτηση ή αγόρευση εισαγγελέα για απονομή και προσδιορισμό ποινής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---