Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόresidènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [resiˈdɛnte] κάτοικος residènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [resiˈdɛnte] κατοικών (-ούσα, -όν) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαessere residente = είμαι μόνιμος κάτοικος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |