Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


resinàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reziˈnato]

ρετσινωμένη ουσία

resinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reziˈnato]

ρετσινωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  resinare resinatura  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


vino [αρσ.] non resinato = το αρετσίνωτο κρασί || vino [αρσ.] resinato = η ρετσίνα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

resiliente (επίθ.)
resilienza (θηλ.ουσ)
resina (θηλ.ουσ)
resinaceo (επίθ.)
resinare (ρ. μτβ.)
resinato (ουσ αρσ )
resinato (επίθ.)
resinatura (θηλ.ουσ)
resinifero (επίθ.)
resinificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
resinificazione (θηλ.ουσ)
resinoso (επίθ.)
resipiscente (επίθ.)
resipiscenza (θηλ.ουσ)
resistente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
resistenza (θηλ.ουσ)
resistenziale (επίθ.)
resistere (ρ.αμτβ.)
resistività (θηλ.ουσ)
resistivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---