Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόresinàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [reziˈnato] ρετσινωμένη ουσία resinàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [reziˈnato] ρετσινωμένος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαvino [αρσ.] non resinato = το αρετσίνωτο κρασί || vino [αρσ.] resinato = η ρετσίνα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |