Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


resinàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [reziˈnare]

1 ρητινώνω
2 τρυπώ δέντρο για να τρέξει ρετσίνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  resinaceo resinato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

residuo (επίθ.)
resiliente (επίθ.)
resilienza (θηλ.ουσ)
resina (θηλ.ουσ)
resinaceo (επίθ.)
resinare (ρ. μτβ.)
resinato (ουσ αρσ )
resinato (επίθ.)
resinatura (θηλ.ουσ)
resinifero (επίθ.)
resinificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
resinificazione (θηλ.ουσ)
resinoso (επίθ.)
resipiscente (επίθ.)
resipiscenza (θηλ.ουσ)
resistente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
resistenza (θηλ.ουσ)
resistenziale (επίθ.)
resistere (ρ.αμτβ.)
resistività (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---