Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


resiliènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [resiˈljɛntsa]

1 ευκαμψία
2 προσαρμοστικότητα
3 ανθεκτικότητα
4 ελαστικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  resiliente resina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

residuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
residuato (επίθ.)
residuo (ουσ αρσ )
residuo (επίθ.)
resiliente (επίθ.)
resilienza (θηλ.ουσ)
resina (θηλ.ουσ)
resinaceo (επίθ.)
resinare (ρ. μτβ.)
resinato (ουσ αρσ )
resinato (επίθ.)
resinatura (θηλ.ουσ)
resinifero (επίθ.)
resinificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
resinificazione (θηλ.ουσ)
resinoso (επίθ.)
resipiscente (επίθ.)
resipiscenza (θηλ.ουσ)
resistente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
resistenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---