Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


residuàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [residuˈato]

1 επίλοιπος
2 που συνεχίζεται
3 υπόλοιπος
4 λοιπός
5 που παραμένει
6 υπολειμματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  residuare residuo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

residente (επίθ.)
residenza (θηλ.ουσ)
residenziale (επίθ.)
residuale (αρσ. επίθ και ουσ)
residuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
residuato (επίθ.)
residuo (ουσ αρσ )
residuo (επίθ.)
resiliente (επίθ.)
resilienza (θηλ.ουσ)
resina (θηλ.ουσ)
resinaceo (επίθ.)
resinare (ρ. μτβ.)
resinato (ουσ αρσ )
resinato (επίθ.)
resinatura (θηλ.ουσ)
resinifero (επίθ.)
resinificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
resinificazione (θηλ.ουσ)
resinoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---