ItalianoGreco


residuàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [residuˈale]

1 που παραμένει
2 υπολειμματικός
3 που συνεχίζεται
4 παραμένων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---