Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


resezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [resetˈtsjone]

χειρουργική αφαίρεση οργάνου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reseda residente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rescissione (θηλ.ουσ)
rescissorio (επίθ.)
rescritto (ουσ αρσ )
resecare (ρ. μτβ.)
reseda (θηλ.ουσ)
resezione (θηλ.ουσ)
residente (ουσ αρσ και θηλ.)
residente (επίθ.)
residenza (θηλ.ουσ)
residenziale (επίθ.)
residuale (αρσ. επίθ και ουσ)
residuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
residuato (επίθ.)
residuo (ουσ αρσ )
residuo (επίθ.)
resiliente (επίθ.)
resilienza (θηλ.ουσ)
resina (θηλ.ουσ)
resinaceo (επίθ.)
resinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---