Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


resiliènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [resiˈljɛnte]

1 επανατακτικός
2 ελαστικός
3 ανθεκτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  residuo resilienza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

residuale (αρσ. επίθ και ουσ)
residuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
residuato (επίθ.)
residuo (ουσ αρσ )
residuo (επίθ.)
resiliente (επίθ.)
resilienza (θηλ.ουσ)
resina (θηλ.ουσ)
resinaceo (επίθ.)
resinare (ρ. μτβ.)
resinato (ουσ αρσ )
resinato (επίθ.)
resinatura (θηλ.ουσ)
resinifero (επίθ.)
resinificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
resinificazione (θηλ.ουσ)
resinoso (επίθ.)
resipiscente (επίθ.)
resipiscenza (θηλ.ουσ)
resistente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---