Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


resipiscènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [resipiʃˈʃɛntsa]

1 μεταμέλεια
2 μετάνοια
3 μετάνιωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  resipiscente resistente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

resinifero (επίθ.)
resinificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
resinificazione (θηλ.ουσ)
resinoso (επίθ.)
resipiscente (επίθ.)
resipiscenza (θηλ.ουσ)
resistente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
resistenza (θηλ.ουσ)
resistenziale (επίθ.)
resistere (ρ.αμτβ.)
resistività (θηλ.ουσ)
resistivo (επίθ.)
resistore (ουσ αρσ )
reso (ουσ αρσ )
resocontista (ουσ αρσ και θηλ.)
resoconto (ουσ αρσ )
respingente (ουσ αρσ )
respingente (επίθ.)
respingere (ρ. μτβ.)
respingimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---