Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


respingènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [respinˈʤɛnte]

1 προφυλακτήρας
2 προσκρουστήρας
3 διάταξη απορρόφησης χτυπήματος

respingènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [respinˈʤɛnte]

απωθητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  resoconto respingere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

resistivo (επίθ.)
resistore (ουσ αρσ )
reso (ουσ αρσ )
resocontista (ουσ αρσ και θηλ.)
resoconto (ουσ αρσ )
respingente (ουσ αρσ )
respingente (επίθ.)
respingere (ρ. μτβ.)
respingimento (ουσ αρσ )
respinta (θηλ.ουσ)
respinto (ουσ αρσ )
respinto (επίθ.)
respirabile (επίθ.)
respirabilità (θηλ.ουσ)
respirare (ρ.αμτβ.)
respiratore (ουσ αρσ )
respiratorio (επίθ.)
respirazione (θηλ.ουσ)
respiro (ουσ αρσ )
responsabile (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---