Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


resistóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [resisˈtore]

αντίσταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  resistivo reso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

resistenza (θηλ.ουσ)
resistenziale (επίθ.)
resistere (ρ.αμτβ.)
resistività (θηλ.ουσ)
resistivo (επίθ.)
resistore (ουσ αρσ )
reso (ουσ αρσ )
resocontista (ουσ αρσ και θηλ.)
resoconto (ουσ αρσ )
respingente (ουσ αρσ )
respingente (επίθ.)
respingere (ρ. μτβ.)
respingimento (ουσ αρσ )
respinta (θηλ.ουσ)
respinto (ουσ αρσ )
respinto (επίθ.)
respirabile (επίθ.)
respirabilità (θηλ.ουσ)
respirare (ρ.αμτβ.)
respiratore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---