Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


respìngere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [resˈpinʤere]

1 αποθώ
2 (a scuola) απορρίπτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  respingente respingimento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


le sue avances [θηλ. πλυθ. άκλ.] sono state respinte = έφαγε χυλόπιτα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reso (ουσ αρσ )
resocontista (ουσ αρσ και θηλ.)
resoconto (ουσ αρσ )
respingente (ουσ αρσ )
respingente (επίθ.)
respingere (ρ. μτβ.)
respingimento (ουσ αρσ )
respinta (θηλ.ουσ)
respinto (ουσ αρσ )
respinto (επίθ.)
respirabile (επίθ.)
respirabilità (θηλ.ουσ)
respirare (ρ.αμτβ.)
respiratore (ουσ αρσ )
respiratorio (επίθ.)
respirazione (θηλ.ουσ)
respiro (ουσ αρσ )
responsabile (ουσ αρσ και θηλ.)
responsabile (επίθ.)
responsabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---