Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


respingiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [respinʤiˈmento]

1 απόρριψη
2 επιστροφή (πράγματος)
3 άρνηση
4 αποποίηση
5 απώθηση
6 απόκρουση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  respingere respinta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

resocontista (ουσ αρσ και θηλ.)
resoconto (ουσ αρσ )
respingente (ουσ αρσ )
respingente (επίθ.)
respingere (ρ. μτβ.)
respingimento (ουσ αρσ )
respinta (θηλ.ουσ)
respinto (ουσ αρσ )
respinto (επίθ.)
respirabile (επίθ.)
respirabilità (θηλ.ουσ)
respirare (ρ.αμτβ.)
respiratore (ουσ αρσ )
respiratorio (επίθ.)
respirazione (θηλ.ουσ)
respiro (ουσ αρσ )
responsabile (ουσ αρσ και θηλ.)
responsabile (επίθ.)
responsabilità (θηλ.ουσ)
responsabilizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---