Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


respiratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [respiraˈtore]

1 εξάρτηση αναπνοής δύτη
2 αναπνευστική συσκευή
3 σύστημα παροχής οξυγόνου
4 αναπνευστήρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  respirare respiratorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

respinto (ουσ αρσ )
respinto (επίθ.)
respirabile (επίθ.)
respirabilità (θηλ.ουσ)
respirare (ρ.αμτβ.)
respiratore (ουσ αρσ )
respiratorio (επίθ.)
respirazione (θηλ.ουσ)
respiro (ουσ αρσ )
responsabile (ουσ αρσ και θηλ.)
responsabile (επίθ.)
responsabilità (θηλ.ουσ)
responsabilizzare (ρ. μτβ.)
responsabilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
responsabilizzazione (θηλ.ουσ)
responsabilmente (επίρ.)
responso (ουσ αρσ )
responsoriale (αρσ. επίθ και ουσ)
responsorio (ουσ αρσ )
ressa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---