Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


responsoriàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [responsoˈrjale]

αντιφωνικό σύστημα (ψαλτική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  responso responsorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

responsabilizzare (ρ. μτβ.)
responsabilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
responsabilizzazione (θηλ.ουσ)
responsabilmente (επίρ.)
responso (ουσ αρσ )
responsoriale (αρσ. επίθ και ουσ)
responsorio (ουσ αρσ )
ressa (θηλ.ουσ)
resta (θηλ.ουσ)
restante (αρσ. επίθ και ουσ)
restare (ρ.αμτβ.)
restaurabile (επίθ.)
restaurare (ρ. μτβ.)
restaurativo (επίθ.)
restauratore (αρσ. επίθ και ουσ)
restaurazione (θηλ.ουσ)
restauro (ουσ αρσ )
restio (αρσ. επίθ και ουσ)
restituibile (επίθ.)
restituire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---