Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrestàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [resˈtare] 1 (stare) υπολείπομαι, μένω 2 (avanzare) περισσεύω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαrestare con un palmo di naso = μένω στα κρύα του λουτρού, αισθάνομαι φοβερή απογοήτευση || restare in panne = παθαίνω βλάβη || restare senza fiato = μένω έκθαμβος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |