Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


restàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [resˈtare]

1 (stare) υπολείπομαι, μένω
2 (avanzare) περισσεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  restante restaurabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


restare con un palmo di naso = μένω στα κρύα του λουτρού, αισθάνομαι φοβερή απογοήτευση || restare in panne = παθαίνω βλάβη || restare senza fiato = μένω έκθαμβος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

responsoriale (αρσ. επίθ και ουσ)
responsorio (ουσ αρσ )
ressa (θηλ.ουσ)
resta (θηλ.ουσ)
restante (αρσ. επίθ και ουσ)
restare (ρ.αμτβ.)
restaurabile (επίθ.)
restaurare (ρ. μτβ.)
restaurativo (επίθ.)
restauratore (αρσ. επίθ και ουσ)
restaurazione (θηλ.ουσ)
restauro (ουσ αρσ )
restio (αρσ. επίθ και ουσ)
restituibile (επίθ.)
restituire (ρ. μτβ.)
restitutore (αρσ. επίθ και ουσ)
restitutorio (επίθ.)
restituzione (θηλ.ουσ)
resto (ουσ αρσ )
restringere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---