Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


restituìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [restituˈibile]

1 ανταποδόσιμος
2 επιστρεπτός
3 εξοφλητέος
4 αποζημιώσιμος
5 αποδόσιμος
6 επιστρεπτέος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  restio restituire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

restaurativo (επίθ.)
restauratore (αρσ. επίθ και ουσ)
restaurazione (θηλ.ουσ)
restauro (ουσ αρσ )
restio (αρσ. επίθ και ουσ)
restituibile (επίθ.)
restituire (ρ. μτβ.)
restitutore (αρσ. επίθ και ουσ)
restitutorio (επίθ.)
restituzione (θηλ.ουσ)
resto (ουσ αρσ )
restringere (ρ. μτβ.)
restringersi (ρ. μ. αμτβ.)
restringimento (ουσ αρσ )
restrittivo (επίθ.)
restrizione (θηλ.ουσ)
resupino (επίθ.)
retaggio (ουσ αρσ )
retata (θηλ.ουσ)
rete (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---