ItalianoGreco


restitutóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [restituˈtore]

1 κάποιος που επανορθώνει
2 αποκαταστάτης
3 αναστηλωτής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---