Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reticèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [retiˈʧɛlla]

1 συρματόμετρο
2 σειρά στάνταρ διαμέτρων καλωδίου
3 φιλές κότσου γυναικείου
4 διχτάκι
5 φιλέ για τα μαλλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rete reticente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

restrizione (θηλ.ουσ)
resupino (επίθ.)
retaggio (ουσ αρσ )
retata (θηλ.ουσ)
rete (θηλ.ουσ)
reticella (θηλ.ουσ)
reticente (επίθ.)
reticenza (θηλ.ουσ)
reticolamento (ουσ αρσ )
reticolare (επίθ.)
reticolare (ρ. μτβ.)
reticolato (ουσ αρσ )
reticolato (επίθ.)
reticolatura (θηλ.ουσ)
reticolazione (θηλ.ουσ)
reticolo (ουσ αρσ )
reticoloendoteliale (επίθ.)
retiforme (επίθ.)
retina (θηλ.ουσ)
retinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---