Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


retìcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈtikolo]

1 δικτυωτό σακίδιο
2 κερήθρα
3 σχάρα διάθλασης
4 δικτυωτό
5 πλέγμα
6 δίκτυο
7 κεκρύφαλος
8 κρυσταλλικό πλέγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reticolazione reticoloendoteliale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reticolare (ρ. μτβ.)
reticolato (ουσ αρσ )
reticolato (επίθ.)
reticolatura (θηλ.ουσ)
reticolazione (θηλ.ουσ)
reticolo (ουσ αρσ )
reticoloendoteliale (επίθ.)
retiforme (επίθ.)
retina (θηλ.ουσ)
retinare (ρ. μτβ.)
retinico (επίθ.)
retinite (θηλ.ουσ)
retino (ουσ αρσ )
retore (ουσ αρσ )
retorica (θηλ.ουσ)
retoricamente (επίρ.)
retorico (ουσ αρσ )
retorico (επίθ.)
retoricume (ουσ αρσ )
retrarre (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---