Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόretìcolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [reˈtikolo] 1 δικτυωτό σακίδιο 2 κερήθρα 3 σχάρα διάθλασης 4 δικτυωτό 5 πλέγμα 6 δίκτυο 7 κεκρύφαλος 8 κρυσταλλικό πλέγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |